- επιδιατεινω
- ἐπιδιατείνωἐπι-διατείνωраспространяться
(ἕως τῆς Ἰταλίας ἐπιδιατεῖναι τέν φήμην Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἕως τῆς Ἰταλίας ἐπιδιατεῖναι τέν φήμην Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδιατείνω — ἐπιδιατείνω (Α) 1. τεντώνω ακόμη περισσότερο 2. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια τείνω «τεντώνω υπερβολικά»] … Dictionary of Greek